ταπετσάρισμα

ταπετσάρισμα
τό
1) оклеивание обоями; 2) драпировка мебели

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ταπετσάρισμα" в других словарях:

  • ταπετσάρισμα — το, Ν τοποθέτηση ταπετσαρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταπετσάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] …   Dictionary of Greek

  • ταπετσάρισμα — το, ατος ταπετσαρία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταπετσ(ι)έρης — ο, Ν 1. τεχνίτης ειδικευμένος στο ταπετσάρισμα τοίχου 2. τεχνίτης ειδικευμένος στην επένδυση επίπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tapissier < ρ. tapisser < τάπης] …   Dictionary of Greek

  • τοιχόστρωση — η, Ν επίστρωση τού εσωτερικού τοίχων δωματίου με χαρτί, ξύλο, ύφασμα ή άλλο υλικό, ταπετσάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοίχος + στρώση (< στρώνω)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»